- θεορρητος
- θεόρρητοςθεό-ρρητος21) внушенный богом
(μέτρον Anth.)
2) возвещенный богом(βίος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μέτρον Anth.)
(βίος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεόρρητος — θεόρρητος, ον (Α) 1. αυτός που ειπώθηκε από θεό 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόρρητον ονομασία κτηρίου στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε(ο) * + ρρητος (< θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρήσις), πρβλ. ά ρρητος, πρό ρρητος] … Dictionary of Greek
θεορρήτοιο — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεορρήτων — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεορρήτῳ — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek