θεορρητος

θεορρητος
    θεόρρητος
    θεό-ρρητος
    2
    1) внушенный богом
    

(μέτρον Anth.)

    2) возвещенный богом
    

(βίος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θεορρητος" в других словарях:

  • θεόρρητος — θεόρρητος, ον (Α) 1. αυτός που ειπώθηκε από θεό 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόρρητον ονομασία κτηρίου στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε(ο) * + ρρητος (< θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρήσις), πρβλ. ά ρρητος, πρό ρρητος] …   Dictionary of Greek

  • θεορρήτοιο — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεορρήτων — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεορρήτῳ — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»